- αγριόσυκο
- τοο καρπός τής αγριοσυκιάς (κν. ορνιός).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριοσυκίζω — [αγριόσυκο] κρεμώ άγρια σύκα (ορνιούς) στα κλαδιά τής ήμερης συκιάς, για να διατηρηθεί ο καρπός της και να μην πέσει πριν ωριμάσει … Dictionary of Greek
ανεμόσυκο — το σύκο κακής ποιότητας είτε γιατί το έχει χαλάσει σφοδρός άνεμος ή γιατί δεν έχει αναπτυχθεί κανονικά (χωρίς αγριόσυκο) … Dictionary of Greek
ερινεόν — το και ερινεός και ερινός και αρινός, ο (AM ἐρινεόν, Α και ἐρινόν) [ερινεός] ο καρπός τής αγριοσυκιάς, το αγριόσυκο («εἰσδύεται εἰς τὰ τῶν συκῶν ἐρινεά», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ερινεός — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 … Dictionary of Greek
θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… … Dictionary of Greek
ορνιός — ο 1. αγριοσυκιά, ορνιά 2. αγριόσυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐρινεός «αγριοσυκιά» με τροπή τού αρκτικού ε σε ο υπό τη φωνητική επίδραση τού ρ , σίγηση τού ενδοσυμφωνικού ι και συνίζηση τού ε ] … Dictionary of Greek
φήληξ — ηκος, ὁ, Α ερινεός, αγριόσυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία μπορεί να έχει προέλθει από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα ή να έχει εισαχθεί στην Ελληνική ως δάνεια και η οποία εμφανίζει επίθημα ηξ, ηκος (πρβλ. ὅρπ ηξ). Η σύνδεση τού τ.… … Dictionary of Greek